συμμετοχικός

συμμετοχικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμμετοχή
2. αυτός που γίνεται με άμεση συμμετοχή («συμμετοχικές διαδικασίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμετοχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στους Σ. Μπαλάνο και Γ. Μελισσουργό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”